στερεώσει

στερεώσει
στερέωσις
making firm
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
στερεώσεϊ , στερέωσις
making firm
fem dat sg (epic)
στερέωσις
making firm
fem dat sg (attic ionic)
στερεόω
make firm
aor subj act 3rd sg (epic)
στερεόω
make firm
fut ind mid 2nd sg
στερεόω
make firm
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση …   Dictionary of Greek

  • διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… …   Dictionary of Greek

  • κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… …   Dictionary of Greek

  • λαπάτσα — η 1. ναυτ. το έμβολο, ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθετο τεμάχιο που χρησιμοποιείται για να στερεώσει ιστό, κεραία ή άλλο αντικείμενο 2. (τεχν.) κοινή ονομασία τής αρμοκαλύπτρας, μεταλλικού ελάσματος που καλύπτει την ένωση άλλων ελασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • Ααλή ή Αλή Μεχμέτ εμίν Πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1815 – 1871).Τούρκος διπλωμάτης και μεταρρυθμιστής πολιτικός. Έδρασε κυρίως κατά τη βασιλεία του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, τον οποίο επηρέαζε ισχυρά, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του, χάρη στις ικανότητες που επέδειξε. Ο Α.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Σιβατζής — (Sivaji). Ιδρυτής του κράτους των Μαράτων στην Ινδία (1627 1680). Ίδρυσε ένα εθνικό κόμμα στο Ντεκκάν και αγωνίστηκε εναντίον των στρατευμάτων του Μογγόλου αυτοκράτορα του Ντελχή. Ύστερα από σκληρούς αγώνες κατόρθωσε να στερεώσει την κυριαρχία… …   Dictionary of Greek

  • διχάλα — η 1. κάθε αντικείμενο φυσικό ή τεχνητό που καταλήγει σε δύο σκέλη: Χρησιμοποίησε μια ξύλινη διχάλα, για να στερεώσει το αδύναμο δεντράκι. 2. το γεωργικό εργαλείο δικράνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”